Η θάλασσα ήταν πάντα μια λατρεμένη αλλά και επίφοβη εικόνα στο μυαλό του Γούφη. Συνυφασμένη με την αρχή των καλοκαιρινών διακοπών από τη μια και με τον κίνδυνο πνιγμού από την άλλη, αποτελούσε μια σίγουρα αμφιλεγόμενη οντότητα. Έτσι ενώ τα παιχνίδια στην αμμουδιά και το πλατσούρισμα στα ρηχά ήταν μια ανέκαθεν απόλαυση, η ικανότητα πλεύσης (άλλως κολύμπι) ήρθε σχετικά αργά, ηλικιακά ομιλώντας.
Η κατ’εξοχήν παραλία στην οποία παραθέριζε η οικογένεια του Γούφη ήταν αυτή κάτω από το λόφο του Κουρίου, επονομαζόμενη επίσης και «Άγιος Ερμογένης», κοντά στο πρώην μικτό χωριό Επισκοπή στην επαρχία Λεμεσού. Μια παραλία τεράστια, με άπλετη αμμουδιά και «φιλική για τα παιδιά» διαρρύθμιση βάθους, δηλαδή δεν βάθαινε παρά μετά από αρκετές δεκάδες μέτρα. Στην Επισκοπή έμεναν οι πρόσφυγες γονείς της μητέρας του και κάθε καλοκαίρι περνούσε εκεί με τα αδέρφια του πολλές μέρες ξεγνοιασιάς και σύνδεσης με τον όχι ευκαταφρόνητο αριθμό ξαδερφιών.
Εντούτοις δεν ήταν γραφτό να μάθει κολύμπι στην εν λόγω παραλία, αλλά σε μιαν άλλη, στο Κίτι της Λάρνακας. Όταν ήταν αρκετά μεγάλος, στην ηλικία των 9 χρόνων περίπου. Η καθυστέρηση στο να μάθει, παρά την συχνή του επαφή με τη θάλασσα οφείλεται πιθανώς σε κάποιου είδους ψυχικό τραύμα, το οποίος ίσως και να προήλθε από την ανάμνηση του πατέρα να τον τραβά από το πόδι, μέσα στα κλάματα, στα βαθύτερα σημεία της επισκοπιανής παραλίας, για να τον μάθει να κολυμπά. Αυτό και η κατάχρηση στα μπρατσάκια, τα οποία ήταν σαφώς μια απατηλή μεν αλλά ασφαλής δε επιλογή.
Στο Κίτι λοιπόν η παραλία έμοιαζε κάπως στην άλλη του Κουρίου αλλά ήταν ακόμη πιο ξέβαθη (χανόταν στον ορίζοντα το σημείο στο οποίο δεν πάτωναν ακόμη και παιδιά). Ο Γούφης απολάμβανε πάντα να μουλιάζει για ώρες μέσα στη θάλασσα, από την ώρα σχεδόν που πήγαιναν μέχρι την ώρα της αναχώρησης, με μικρά διαλείμματα για παιχνίδια στην άμμο ή κανένα σάντουϊτς που πάντα προνοούσε να πάρει η μάμμα.
Μια μέρα λοιπόν, έβγαλε τα μπρατσάκια, κουρασμένος από το σύγκαμμα που του προκαλούσαν στις μασχάλες και ξάπλωνε στα ρηχά. Κάτι τον ώθησε να ξαπλώσει μπρούμυτα και να δοκιμάσει βουτιές, στο στυλ που έβλεπε τον πατέρα, δηλαδή με άνοιγμα των χεριών στο ύψος των ώμων και διαδοχικές κινήσεις προς τον κορμό. Και ω! του θαύματος. Η απλή αυτή κίνηση ξεκόλλησε την κοιλιά του από την άμμο, και με το κεφάλι κάτω από το νερό ο Γούφης πραγματοποίησε το πρώτο του μακροβούτι χωρίς μπρατσάκια. Είναι αξιοθαύμαστο πόση χαρά μπορούν να φέρουν αυτά τα μικρά πραγματάκια, αυτά τα επιτεύγματα που μοιάζουν τόσο αυτονόητα, ιδιαίτερα όταν μπορείς να τα μοιραστείς με τους δικούς, αδέρφια και γονείς και ξαδέρφια.
Ο περήφανος πλέον κολυμβητής Γούφης, πέραν από τα μακροβούτια τα οποία σταδιακά γίνονταν σε μεγαλύτερο βάθος, ξεπέρασε και την φοβία του να αφεθεί στην δύναμη της άνωσης χωρίς τα βοηθήματα αέρα του. Μέχρι να περάσει εκείνο το καλοκαίρι είχε αρχίσει και τα ακροβατικά μέσα στο νερό, αγνοώντας πόσο κόκκινα γίνονταν τα μάτια από την συνεχή έκθεση τους στην αλμύρα και την άμμο. Η θάλασσα αποκτούσε επιπλέον νέα γοητεία και η ζωή μια ακόμη χαρά και κατάκτηση, πλάι σε όλες εκείνες τις άλλες, τις μικρές και καθημερινές που τόσο σημαδεύουν κάθε άνθρωπο.
Ως την επόμενην ανάμνηση, stay cool and keep rocking!
Κάθε χρόνος που περνά χωρίς να μπορέσω να περάσω αρκετές συνεχόμενες μέρες δίπλα της -φέτος ήταν μόνο 5 -μαραζώνω. Ψυχικά και σωματικά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠου τη μιαν νιώθω άτυχος που ζω στη μοναδικήν πόλην τούτου του τόπου χωρίς θάλασσαν, που την άλλην νομίζω αγαπώ την τόσον ακριβώς γιατί λείπει μου, τζιαι απολαμβάννω την μόνον το 1/3 του χρόνου.
Διαγραφή